- πεποιημένην
- ποιέωmakeperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπολέγω — Α [λέγω] 1. κάνω τον υποβολέα, υπαγορεύω («Εὐριπίδης μὲν οὖν ὁ ποιητὴς ὡς ὑπολέγοντος αὐτοῡ τοῑς χορευταῑς ᾠδήν τινα πεποιημένην ἐφ ἁρμονίας εἷς ἐγέλασεν», Πλούτ.) 2. λαμβάνω υπ* όψιν μου 3. θέτω ως βάση («τὰ ἔργα τοῑς λογισμοῑς ὑπολέγων», Δίων… … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek